καθιστορώ

καθιστορώ
(Μ καθιστορῶ, -έω)
αφηγούμαι διεξοδικά, εξετάζω, διηγούμαι εκτεταμένα με όλες τις λεπτομέρειες
μσν.
απεικονίζω, ζωγραφίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἱστορῶ (< ἵστωρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακαθιστόρητος — η, ο (Α ἀκαθιστόρητος, ον) [καθιστορῶ] αυτός που δεν έχει ιστορηθεί πλήρως, που δεν έχει εκτεθεί με λεπτομερή διήγηση «ακαθιστόρητος βίος αγίου» …   Dictionary of Greek

  • καθιστόρησις — καθιστόρησις, ἡ (Μ) [καθιστορώ] ακριβής, αναλυτική εξιστόρηση, εξέταση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”